- οίδα
- (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα)1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα», Ομ. Ιλ.β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.)2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» — ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζωβ) «οὐκ οἴδασι τί ποιοῡσι» — δεν ξέρουν τί κάνουνγ) «οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» — δεν τόν γνωρίζω καθόλου, δεν μπορώ να πω κάτι γι' αυτόννεοελλ.φρ. α) «τίς οίδε;» — ποιος ξέρει, είναι άγνωστοβ) «Κύριος οίδε» — ο Θεός μόνο γνωρίζειμσν.-αρχ.αναγνωρίζω κάτι ως αποδεκτό, αποδέχομαιαρχ.1. συχνά στον Όμ. με επίθ. πληθ. ουδ. γένους, όπως πεπνυμένα, κεχαρισμένα, φίλα, ἄρτια, ἤπια, κεδνά, ἀθεμίστια, για δήλωση χαρακτήρα ή διάθεσης («εἴ μοι ἤπια εἰδείη», Ομ. Ιλ.)2. μπορώ, έχω την δύναμη, είμαι ικανός να πράξω κάτι («κάλλιον οὐδεὶς οἶδε προσφωνεῑν φίλους», Ευρ.)3. μαθαίνω («ἵν' εἰδη μὴ πὶ τοῑς ἐμοῑς κακοῑς ὑψηλὸς εἶναι, Ευρ.)4. παρατηρώ5. (το αρσ. τής μτχ.) εἰδώςγνώστης, ειδήμων («τόξων εὖ εἰδώς», Ομ. Ιλ.)6. φρ. α) «χάριν οἶδά τινι» — χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον, είμαι ευγνώμωνβ) (καθ' έλξη με γεν. πληθ. τής αναφ. αντων. ὄς, στις φρ.) «ὧν ἴσμεν» ή «ὧν ἴδμεν» — καθ' όσον γνωρίζουμε, από όσα γνωρίζουμε («πρῶτος ὧν ἡμεῑς ἴδμεν», Ηρόδ.)γ) (προστ.) «ἴστω»(σε επίκληση) ας γνωρίζει, ας είναι μάρτυραςδ) «οὐκ οἶδ' εἰ» — δεν γνωρίζω κατά πόσονε) «οὐκ οἶδ' εἴ τις ἄλλος» — ίσως κανένας άλλοςστ) «οἶδ' ὅτι» και «ἴσθ' οτι» και «εὖ οἶδα ὅτι»(ελλειπτικώς) (ως επίρρ.) τό ξέρω αυτό, βεβαίως, ασφαλώς, βεβαιότατα.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. με σημ. ενεστ. τού ρήματος εἴδω* / εἴδομαι «βλέπω, παρατηρώ». Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *woid- τής ΙΕ ρίζας *weid- με σημ. «βλέπω» (πρβλ. εἴδον < έ-Fıδ-oν, αορ. β' τού ὁρῶ από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας), αλλά και «γνωρίζω, ξέρω». Η δεύτερη σημ. τής ρίζας προέκυψε ακριβώς από τον παρακμ. οἶδα «έχω δει», άρα «γνωρίζω, ξέρω». Στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας ανάγονται ο ενεστ. εἴδω και η λ. εἶδος*, ενώ στη μηδενισμένη βαθμίδα, εκτός από τον αόρ. εἶδον, τα παράγωγα τού οἶδα: ἵστωρ*(> ιστορία), ἴδρις*, το ρ. ἰνδάλλομαι* και το ουσ. νῆις*. To (F)oĩδa αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. veda, το β' εν. οἶσθα με αρχ. ινδ. vettha, ενώ το α' πληθ. ἴδμεν με αρχ. ινδ. vidma. To ρ. επίσης συνδέεται με γοτθ. wait (πρβλ. αγγλ. wise «σοφός»), αρχ. σλαβ. vede και λατ. vidi, ενεργ. παρακμ. τού video. Στη Λατινική, εξάλλου, μαρτυρείται τ. ενεστ. video «βλέπω», που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τή ρίζας, τ. που δεν μαρτυρείται στην Ελληνική. Η κλίση τού οἶδα στην αττική διάλεκτο εμφανίζει μεγάλη μεταπτωτική ποικιλία ανά αριθμό και έγκλιση. Το β' εν. τής ορστ. οἶσθα < Foiδ-θα < *woid-tha (πρβλ. ἦσθα, β' εν. τού εἰμί) και το γ' εν. οἶδε σχηματίστηκαν από την ετεροιωμένη βαθμίδα, ενώ ο πληθ. τής ορστ., ἴσμεν, ἴστε, ἴσασι, από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ιδ-). To β' πληθ. ἴστε προέρχεται φωνητικά από *Fιδ-τε, ενώ το α' πληθ. ἴσμεν και το γ' πληθ. ἴσασι έχουν -σ- κατ' αναλογία προς το β' πληθ. Ο αναμενόμενος πάντως τ. α' πληθ. ἴδμεν μαρτυρείται στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο. Η ανώμαλη αυτή κλίση απλοποιήθηκε στις άλλες διαλέκτους. Η ιωνική διάλεκτος γενίκευσε το θέμα με τον φωνηεντισμό -ο- (οἶδας, οἴδαμεν, οἴδατε, οἴδασι), τ. που χρησιμοποίησε αργότερα και η Κοινή. Στην προστ. όλοι οι τ. ἴσθι, ἴστω, ἴστε, ἴστων ερμηνεύονται φωνητικά με βάση τη μηδενισμένη βαθμίδα (F)ıδ-. Η υποτακτ. τού οἶδα έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα (F)ειδ- με συνηρημένη μορφή (εἰδῶ, εἰδῇς, εἰδῇ κ.λπ.) και ανάγεται πιθ. σε θ. ειδ- (πρβλ. μέλλ. εἰδήσω) με βράχυνση τού -η-. Από θ. (F)ειό- με παρέκταση -ε- (πιθ. < θ. ειδη-) έχει σχηματιστεί και η ευκτ. εἰδείην, εἰδείης κ.λπ. Στο απρμφ. η επική γλώσσα γνωρίζει μόνον τ. με μηδενισμένη βαθμίδα: ἴδμεναι και ἴδμενο ιων. αττ. τ. εἰδέναι φαίνεται ότι είναι νεωτερισμός. Η μτχ. εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδώς ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας, ενώ η ομηρική γλώσσα παρουσιάζει τ. θηλυκού (F)ιδυῖα από τη μηδενισμένη βαθμίδα. Πρόβλημα παρουσιάζει, τέλος, η κλίση τού υπερσ. με σημ. παρατ. ᾔδη, ᾔδησθα, ᾔδη, ᾔδεμεν, ᾔδετε, ᾔδεσαν και στη νέα αττ. ᾔδειν, ᾔδεις, ᾔδει κ.λπ. Αρχαιότερος τ. θεωρείται το γ' εν. πρόσωπο ᾔδη, που ανάγεται στο θ. είδη- τού μέλλ. είδήσω, ενώ ο πληθ. ᾔδε- δίνει την εντύπωση ότι οφείλεται σε μετάπτωση ᾐδη/ ᾐδε-, αλλά η καταγωγή τού συστήματος παραμένει ανεξήγητη: αποτελεί δημιουργία τής ελληνικής γλώσσας και είναι παρακινδυνευμένο να αναζητηθεί ινδοευρωπαϊκή προέλευση. Σημασιολογικά το ρ. οἶδα καλύπτει τη σημ. τού ἐπίσταμαι, αλλά διαφέρει στο ότι το ρ. οἶδα εκφράζει γνώση γενική και θεωρητική, ενώ το ρ. ἐπίσταμαι γνώση που στηρίζεται αποκλειστικά σε πρακτικά δεδομένα, σε παρατήρηση και εφαρμογή. Θα λέγαμε ότι το οἶδα εκφράζει σημασιολογικά και τα δύο μαζί γνωστικά ρήματα, το ἐπίσταμαι και το γιγνώσκω. Στη Νεοελληνική με τη σημ. τού οἶδα χρησιμοποιούνται τα ρ. γνωρίζω και ξέρω].
Dictionary of Greek. 2013.